Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Φτύνω στους τάφους σας…... του Νίκου Δινόπουλου

Γράφει ο Νίκος Δινόπουλος

Στο συντοπίτη νομικό, λόγιο και διανοούμενο Β. Π. Καραγιάννη αντί ποιήματος της κουλτούρας, του επιπέδου και του πολιτισμού του, προτείνω τους στίχους του -θου Κύριε φυλακή τω στόματί μου- Λάζαρου Ανδρέου:

«Εγώ δεν είμαι ποιητής
είμ’ ο λυγμός του
είμαι ένας δείπνος μυστικός
δίπλα ο Ιούδας κλαίει σκυφτός
κι είμ’ αδερφός του»

Όντας εργάτης ΣΤ΄ δημοτικού με πτυχίο μιας δημόσιας τεχνικής επαγγελματικής σχολής, κάτι σαν τα ΕΠΑΛ – ΕΠΑΣ που οι «μεταρρυθμίσεις» της τροϊκανής συγκυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ βάζουν λουκέτο για τη «σωτηρία της πατρίδας», θέτοντας εν μέσω θερινής ραστώνης σε «κινητικότητα» - απολύσεις τους -(ακρίτως και συλλήβδην «άθλιους επίορκους», σύμφωνα με τα όσα «χρυσαυγήτικα» φρόντισαν να εμπεδώσουμε οι πρόθυμοι δημοσιολογούντες και οι υποτακτικοί των ΜΜΕ)- καθηγητές, αδυνατώντας –είναι γεγονός- να ταράξουν τα «μπάνια του λαού», ακόμα και την «αταραξία» των ίδιων των απολυμένων, δεν είμαι αυτός που θα θέσει υπό αμφισβήτηση την αξία, τη γνώση και την ακάματη ενασχόληση με τα του πολιτισμού και της τέχνης του διανοούμενου συντοπίτη μας νομικού Β. Π. Καραγιάννη. Αναμφισβήτητα βαθύς γνώστης, ερευνητής – μελετητής του πολιτισμού και της τέχνης, εργατικός και ακούραστος είναι αυτό που στα λεξικά περιγράφεται ως διανοούμενος. Πλην όμως αυτό δεν σημαίνει πως είναι και υπεράνω κριτικής μόνο και μόνο γιατί ο ίδιος θέτει τον εαυτό του σε θέση «αντικειμενικού αποστασιοποιημένου» κριτή, από τη στιγμή που ο ίδιος παίρνει θέση -γραπτώς- ενάντια στον αγώνα των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης και του ΚΚΕ και όχι μόνο
Ο απών από τους αγώνες της «μειοψηφικής πλέμπας» στην πόλη μας και από τα «πεζά» πολιτικά - κοινωνικά δρώμενα της τελευταίας τριετίας, στο λιβελογράφημά του με τίτλο «Ο σύντροφός μας κ.λπ.» λοιδορεί και φτύνει στον τάφο του νεκρού αγωνιστή και γενικού γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη, παρ’ ότι  δηλώνει υποκριτικά πως ένοιωσε «μια ιστορική συμπάθεια για τον άλλοτε κραταιό αρχηγό κι άλλοτε αποδιοπομπαίο τράγο του νυν αλλά και αεί ηρωικού κόμματος, του ΚΚΕ εννοώ». Ο λόγιος διανοούμενος Β. Π. Καραγιάννης θυμίζει κάτι από τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο που στα χρόνια της χούντας «μελετούσε» και δεν αντιλήφθηκε τίποτα από όσα συντελούνταν γύρω του…
Τον γραμματέα του ΚΚΕ, τον αγωνιστή κρατούμενο στο κολαστήριο του Νταχάου Νίκο Ζαχαριάδη, τον αυτόχειρα της 1ης Αυγούστου 1973 στο Σουργκούτ της Σιβηρίας, τους αγωνιστές της εθνικής αντίστασης του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, είναι θεμιτό να τους κρίνουμε, να διαφωνήσουμε, ακόμα και να τους καταδικάσουμε για τις επιλογές τους και για την κατάληξη του αγώνα τους για μια πιο δίκαιη και καλύτερη κοινωνία, για τη λαοκρατία όπως διακήρυσσαν. Όμως όπως ξεκάθαρα και περήφανα αυτοί οι αγωνιστές, το ΚΚΕ και ο Νίκος Ζαχαριάδης επέλεξαν το δρόμο του αγώνα και όχι την υποταγή, το ίδιο ξεκάθαρα, κι εμείς οι «άκαπνοι» του σήμερα, θα πρέπει να πάρουμε ξεκάθαρη θέση και όχι να καταφεύγουμε σε θλιβερά υπονοούμενα που στηρίζονται από τα επαναλαμβανόμενα ηγεμονικά στερεότυπα της νικήτριας – ηγεμονεύουσας αστικής προπαγάνδας, που όντως επάξια υπηρετεί ο συντοπίτης μας νομικός, λόγιος, διανοούμενος Β. Π. Καραγιάννης.
Παραθέτω –χωρίς κρίσεις και σχόλια- το ποίημα του αγωνιστή – κομμουνιστή ποιητή Γιάννη Ρίτσου, που πράγματι δεν συμπεριλαμβάνεται στις πολλές εκδόσεις και επανεκδόσεις του έργου του. Είναι εξίσου σημαντικό να τονιστεί πως ποτέ ο κομμουνιστής ποιητής Γιάννης Ρίτσος δεν το αποκήρυξε…

Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΜΑΣ ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ

Ήρθες απ’ του Νταχάου τα συρματοπλέγματα
ήρθες απ’ τη δεκάχρονη σκλαβιά
όπως έρχεται ο ήλιος απ’ την πόρτα της νύχτας.
Ήρθες μ’ ένα χοντρό στρατιωτικό χιτώνιο
απλός φαντάρος της παγκόσμιας λευτεριάς
εσύ αρχηγός δίχως παράτες και γαλόνια και παράσημα
μόνο με το παιδιάστικο χαμόγελό σου ανίσκιωτο
σαν ένα γαρούφαλλο στην κουμπότρυπα του πόνου μας
μονάχα με τον ήλιο της ψυχής σου κρεμασμένον
σα φυλαχτό στον κόρφο του λαού μας.
Ήρθες χωρίς παράτες με τα σκονισμένα σου μαλλιά
καθώς κ’ Εκείνος μπήκε στα Ιεροσόλυμα με σκονισμένα ματόκλαδα
δίχως σημαίες και δίχως τύμπανα πάνου σ' ένα άσπρο γαϊδουράκι
κρατώντας μες στο φωτεινό του χέρι ένα κλαδάκι πικροδάφνη.
Οι σύντροφοί σου δεν ξέρανε τίποτα
ψάχναν ακόμη τα τηλεγραφήματά τους να σε βρουν
ψάχναν τα χελιδόνια μας μες στις καμένες πολιτείες του πολέμου
ανάμεσα στα καπνισμένα χαλάσματα και στις ξεδοντιασμένες γέφυρες
ανάμεσα στα εξοχικά τοπεία όπου σκουριάζουν σκελετοί των σιδερόδρομων
ψάχναν να βρουν τη μυγδαλιά τους μες στα μάτια σου.
Οι σύντροφοι σου ακόμα δεν ξέρανε τίποτα
μα ένας αγέρας φύσηξε σαν απ’ τη θάλασσα
πλατάγισαν απάνου στα τραπέζια οι «Ριζοσπάστες»
έτσι που πλαταγίζουνε τα πεύκα της ακρογιαλιάς όταν τα ξεφυλλίζει ο μπάτης
απάνου στα βιβλία των φοιτητών ζυγιάστηκε ένα κόκκινο πουλί
απάνου στην Καισαριανή σαλέψανε τα κυπαρίσσια
στο Σκοπευτήριο εκεί τα κυπαρίσσια ετούτα που άκουσαν
να τραγουδάνε του Ζαλόγγου το Χορό οι διακόσιοι Ακροναυπλιώτες
πάνου στο μαύρο τσεμπέρι μιας γριάς συντρόφισσας της Θεσσαλίας
έπαιξε η γραμμωτή αντηλιά μαλαματένιες έγνοιες
οι αγρότες άφησαν για μια στιγμή τ’ αλέτρια τους και μονομιάς μυρίσαν τον ορίζοντα
σα να ξεκλείδωνε ένας άγγελος μες στο γαλάζιο μια καινούργια πόρτα
οι φυλακισμένοι σήκωσαν τα κεφάλια τους
και χαιρετήσανε την πεταλούδα της Ρόζας Λούξεμπουργκ στο κάγκελο του  παράθυρου
οι συντρόφοι ξεδίπλωσαν φανερά μες στα τραμ την εφημερίδα τους
σα να ξεδίπλωναν το μέτρο της αντρειάς για να μετρήσουνε τον κόσμο
κι ο μπάρμπα - Γιώργος χτύπησε το χαρτονένιο του τσαρούχι στο πανί του Μόλα
σάμπως να οσμίστηκε κάποιο μαντάτο «ωρέ ζαγάρια» στον αγέρα.
«Κάποιος στέκει στην πόρτα.» «Ένας φαντάρος.»
Κι όπως το παιδί πάνου από τα κλειστά του βλέφαρα
νιώθει να κρέμεται σαν άστρο το χαμόγελο της μάνας του
κι όπως ο ποιητής που σεργιανάει στην εξοχή το απόβραδο
κι όλος ο κόσμος μες στον ίσκιο του τραβάει ανάλαφρος μπροστά του
νιώθει πίσω απ' τη ράχη του το απέραντο καλοκαιριάτικο φεγγάρι δίχως να το βλέπει
έτσι το νιώσαν πριν σε δουν οι σύντροφοι
πως ήσουν συ που στέκοσουν στην πόρτα απ’ όξω
με το χοντρό στρατιωτικό σου αμπέχωνο με τις μεγάλες τσέπες σου
ολόγιομες απ’ την καρδιά μας.
Και βούιξαν μες στους δρόμους της Αθήνας μας τα παραρτήματα του Ριζοσπάστη
οι τυπογράφοι ανέβηκαν να χουφτώσουν το χέρι σου με δάκτυλα μουντζουρωμένα
ο μπάρμπα - Σιάντος σάρωσε με το μουστάκι του την τελευταία σκιά απ' το κούτελό σου
οι συντάκτες βουτήξανε την πέννα τους μες στην ψυχή τους
άνοιξαν οι καρδιές και τα πορτοπαράθυρα στις συνοικίες
ένα δάσος γροθιές τραντάχτηκε συθέμελα
στο δρόμο αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν τα μέλη του Κόμματος
οι προλετάριοι τινάζαν τα όνειρά τους στον αγέρα σαν σημαίες με σφυροδρέπανα
κ’ οι γριούλες με δυο αχτίνες βάγια στέκονταν μπροστά στης Δραπετσώνας το περβάζι.
Και γιόρτασε το φως σου ακέριος τούτος δω ο λαός
πούπαιζε τη ζωή του ολημερίς κορώνα - γράμματα για το χατήρι της πεντάμορφης της Λευτεριάς
πούπαιζε με το Χάρο καρπαζιές τέσσερους χρόνους μπρος στα μάτια του ήλιου
ετούτος δω ο λαός που δούλεψε την ψυχή του σαν το σίδερο μες στη φωτιά
όπως εδούλεψε ο κουτσός θεός έναν καιρό του αδάμαστου Αχιλλέα την ασπίδα.
Απόψε γιόρτασε το φως σου η Ρωμιοσύνη
το δείλι φόρεσε την κόκκινη γραβάτα του
η Ακρόπολη φόρεσε το κόκκινο φουστάνι της
ο γήλιος έβγαλε την τραγιάσκα του και σκούπισε τον ίδρωτά του
και μια μικρή συντρόφισσα σκαρφάλωσε στα κεραμίδια της χαράς μας
κ’ έβαλε την εικόνα σου στην πιο αψηλή καμινάδα της ελπίδας.
Αργά τη νύχτα
σαν κατακάθησε η βουή των δρόμων
ακούσαμε το βήμα σου με τις χοντρές αρβύλες
απάνου σ' όλα τα λιθάρια απ' άκρη σ' άκρη σ' όλη την Ελλάδα μας
διαβάσαμε για χιλιοστή φορά το γράμμα σου μες στην καρδιά μας
κ’ ενώ γλιστρούσε ο γαλαξίας απ’ τα παράθυρα
μες στα κελιά των φυλακών σκυμένοι οι δημοκράτες
σου γράφαν με ανοιχτά κι αδέξια γράμματα
πάνου σ' ένα χοντρό λαδωμένο στρατσόχαρτο:
«Αρχηγέ μας
καλώς μας ήρθες απ’ τα πέρατα του πόνου και της δόξας
στη ματωμένη μας πατρίδα καλώς ήρθες.
Από δω μέσα σύντροφε σου σφίγγουμε το χέρι
κι από δω μέσα σύντροφε σου δίνουμε τον όρκο μας
να πολεμάμε για το φως και για το δίκιο
καθώς πολέμησες και συ λεύτερος πίσω απ' τα κάγκελα
καθώς μας έμαθες εσύ να πολεμάμε
με το σπαθί της λευτεριάς ακονισμένο στην καρδιά σου
ακονισμένο στην καρδιά σου πούναι και καρδιά μας.»
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τόσα χρόνια σ’ ακολούθαγε η ψυχή μας
όπως ακολουθάει ο ίσκιος τον άνθρωπο που τραβάει κατά τον ήλιο
όπως και συ ακολούθαγες τον πιο βαθύ ρυθμό της γης και του ήλιου.
Τόσα χρόνια μοιραστήκαμε το καρβέλι του πόνου σου
απάνου στο γυμνό τραπέζι της εξορίας όπου έφεγγε του λόγου σου ο λύχνος
μοιραστήκαμε το κελί σου της Κέρκυρας
όταν πρόσμενε η Ελλάδα μαζί με τη μάννα σου πιασμένες απ' το χέρι μπρος στα κάγκελα
να σ’ αφήσουν κρυφά μες στη φούχτα σου ένα μικρό χαρτάκι με λίγο χώμα καλοκαιριάτικο
με λίγη δροσιά απ' τα μάτια τους με δυο πράσινα φύλλα απ' της αυγής το δυόσμο
με δυο φρέσκα αστέρια μόλις κομμένα απ' το κλωνάρι της αγάπης μας.
Μοιραστήκαμε το στενό κρεβάτι της αγρύπνιας
το λίγο αγέρα του Τμήματος Μεταγωγών
γυμνάζοντας τα πνεμόνια μας για τη μεγάλη ανάσα της οικουμένης
δοκιμάζοντας τα σπλάχνα στη λαχτάρα της μεγάλης απόφασης
σαν τα φτερύγια των δελφινιών πίσω από το πολεμικό καράβι.
Μαζί σου ξεφυλλίσαμε ξανά το «Δωδεκάλογο του Γύφτου»
μαζί σου περπατήσαμε ξανά τον κόσμον όλο
και ξεφυλλίσαμε σελίδα τη σελίδα όλο τον ουρανό τη γη τη θάλασσα
ξεφυλλίσαμε το ποτάμι της Αλαμάνας και τα χάλκινα βουνά της Μακεδονίας
σαν ένα θαμαστό βιβλίο με του ήλιου τα’ απομνημονεύματα
που τόγραψε ένας άγγελος ρωμιός με το τριπλό καλέμι
του Αισχύλου του Φεραίου του Μακρυγιάννη.
Πάνου στα βράχια των ξερόνησων που έσπαγε ο πυρετός της θάλασσας
κ' οι γλάροι ανεμοδέρναν τα τεφτέρια τους πάνου από τη νερένια μοναξιά της
σαλπίζοντας την τόλμη τους μέσα στην πράσινη αστραπή της θύελλας
κάτου στα υπόγεια των φυλακών πάνου στους μουχλιασμένους τοίχους
μες στα μπουντρούμια και στα ογρά απομονωτήρια
ενώ από πάνου με χοντρά καρφιά κάρφωναν τη σιωπή τα βήματα του δεσμοφύλακα
πάνου στα βράχια και τις πόρτες και τους τοίχους
σκαλίζαν οι φυλακισμένοι μας σύντροφοι με τα νύχια τους
φαρδύ-πλατύ το κόκκινο όνομά σου μες στο κάδρο ενός μεγάλου σφυροδρέπανου
σάμπως τρικάταρτο καράβι λευτεριάς μέσα σε υδραίικο λιμάνι
δίπλα σε μια λαϊκή καρδιά που την τρυπάει το τόξο
δίπλα στο «αχ-βαχ» της πέρφανης και πικραμένης Ρωμιοσύνης
πάνου από τις υπογραφές των μελλοθάνατων
σα μια σφραγίδα φως απάνου στο σταχτί κατεβατό του νέου μαρτυρολόγιου.
Όταν τις νύχτες το φεγγάρι περπάταγε σαν τη γάτα στα κεραμίδια τη λύπη μας
είτανε το δικό σου χέρι που άναβε μονομιάς το φως κ' έβαζε το ρολόι μας στη σωστή του ώρα
όταν το φεγγάρι αγκιστρωνότανε στα γένια των ανταρτών μας
είτανε το δικό σου μάτι που αγρυπνούσε πάνου από την τριγωνική εγκοπή
είτανε το δικό σου δάχτυλο σφηνωμένο στην σκανδάλη του δίκιου
όταν τις νύχτες οι μητέρες μετρούσαν τα παιδιά τους και βρίσκαν πως τους λείπει το ένα
είτανε συ που τους έλειπες μακριά-μακριά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης
όταν τ’ αγόρια μας καθάριζαν τα ντουφέκια τους στα προαύλια της δόξας
είτανε συ που δεν έλειπες κοντά-κοντά μαζί τους στην ψυχή και στον αγώνα.
Αστέρι-αστέρι οι Ελασίτες μας γράψαν στον ουρανό τα λόγια σου
αστέρι-αστέρι γράψανε το λόγια σου στην πράξη
αστέρι-αστέρι φούντωσε η άνοιξη της Αντίστασης
μέσα στην πράξη και στο λόγο σου που διάλεξες απ' το μεδούλι του λαού μας.
Κι ως τόπες σύντροφε έτσι κ’ έγινε-
ο κάθε βράχος κάθε ρεματιά κάθε χωριό ταμπούρι
καλύβα με καλύβα η κάθε πόλη σπίτι με το σπίτι
ο κάθε δρόμος με το δρόμο η κάθε πέτρα με την άλλη πέτρα
χέρι με χέρι και καρδιά με την καρδιά
ορθά μπαϊράκια λευτεριάς του αγώνα καραούλια.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τώρα μας ήρθες σύντροφε όπως φτάνει ο ήλιος απ’ την πόρτα της νύχτας
να φυτέψεις στο χώμα και στα στήθεια μας τους σπόρους των άστρων που σύναξες
απ' όλες τις νύχτες
να περπατήσεις τους μπαρουτοκαπνισμένους δρόμους της Αθήνας
που ακόμα εχτές τους δρασκελούσε η Λευτεριά
λάμποντας το ντουνιά ως την άκρη με την «τρομερή κόψη» της σπάθας της.
Τώρα μας ήρθες σύντροφε μ’ ένα χοντρό στρατιωτικό χιτώνιο
απλός φαντάρος της παγκόσμιας λευτεριάς
δίχως παράτες και γαλόνια και παράσημα
μόνο με κείνο το χαμόγελο που κρέμασε με τα ίδια της τα χέρια η Λευτεριά στα χείλη σου
μόνο με το χαμόγελό σου το βαθύ στα χείλη της βαθειάς πληγής μας
μόνο με τη μεγάλη σου καρδιά γιομάτη απ την καρδιά μας
και πάνου στο σεμνό σου στήθος μοναχό παράσημο
δεμένο απόνα γαλανόλευκο λουρίδι
το κόκκινο χαμόγελο όλου του λαού μας
ο κόκκινος όρκος του.
Ήρθες.
Και κάπου εκεί στην Κοκκινιά σ’ ένα καλύβι ασβεστωμένο
που η μάντρα του δέκα βολές γαζώθηκε απ’ το ντουφεκίδι
που η πόρτα του δέκα βολές βάφτηκε μ’ αίμα απ’ την κορυφή ως τα νύχια
και κάπου εκεί σ’ ένα καμένο σπίτι στα Καλάβρυτα
που απόμειναν στους μαύρους τοίχους του όλο-όλο τρία γράμματα
αυτά μονάχα: Κ.Κ.Ε.
σαν το μονόγραμμα της λεβεντιάς σαν τρία κόκκινα άστρα
τρεις παπαρούνες της δικιάς μας άνοιξης
και κάπου εκεί σ’ ένα καλύβι σιωπηλό της αντρειωμένης Ρούμελης
σ’ ένα καλύβι του Μωριά σ’ άλλο της Ήπειρος
ένας λεβέντης λέει: «νιώθω τα μπράτσα μου πιο δυνατά»
ένα κορίτσι λέει: «νιώθω το γαίμα μου πιο κόκκινο»
ένα παιδάκι λέει: «νιώθω δυο σπιθαμές ψηλότερος»
μια χήρα μάννα μες στα μαύρα σκύβει πάνου απ’ τα ορφανά της
και λέει σφουγγίζοντας τα μάτια της: «ήρθε ο πατέρας σας παιδιά μου»
κι η Λευτεριά σου λέει: «καλώς το το παιδί μου»
κ' εγώ σου στέλνω τούτο το τραγούδι απ’ την ψυχή ολωνώνε μας
για να σου πει το «καλωσόρισες» αδέρφι της ψυχής μας.

Αθήνα. Μάης 1945 Γιάννης Ρίτσος

Αναδημοσίευση από: Kozani.tv το κλικ της ενημέρωσης, ειδήσεις από την Κοζάνη την ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας 

1 σχόλιο:

  1. *
    ..... με κάθε επετειακή ευκαιρία θα αλληλοβριζόμαστε , αντί να βρούμε στην κάθε περίπτωση , τι πραγματικά έγινε .... από ποιούς και με ποιούς ..... και για ποιό λόγο .
    Γιατί η Ιστορία δεν ερμηνεύεται με συμπάθειες , αλλά ούτε και με εμπάθειες .... (σίγουρα όχι με παραξενιές φίλτατε Βασίλη )
    Αυτό τουλάχιστον διδάσκει η διαλεκτική , αλλά και η ψυχολογία, τόσο για τους κρινόμενους όσο και για τους κριτές .... Για τους θαυμαστές δεν διδάσκουν τίποτα .....

    (*με αφορμή (και κακοφορμεί) την επέτειο απο τα τόσα ...χρόνια από το θάνατο του Ν. Ζαχαριαδη )
    .
    Δημήτρης Βουχάρας

    ΑπάντησηΔιαγραφή